Τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός στην Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά ολοένα ανοδική. Είναι πρόδηλο πως αυτή η τουριστική υπερανάπτυξη έχει προκαλέσει χαμόγελα ευχαρίστησης, σε πολλούς από τους εμπλεκόμενους φορείς. Οι επιχειρηματίες του τουρισμού χαμογελούν, το κράτος έχει ενθουσιαστεί, ενώ οι αναλυτές επικροτούν εκστασιασμένοι, o τουρισμός εξάλλου, όπως λένε, θα μας βγάλει από την κρίση.
Ο τουρισμός στην Ελλάδα δεν είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, το ελληνικό κράτος επενδύει στη διεθνή άνοδο του μαζικού τουρισμού εκμεταλλευόμενο, κατά κύριο λόγο, το φυσικό περιβάλλον και το ψιλοένδοξο παρελθόν του. Σε γενικές γραμμές αυτή η διογκούμενη ανάπτυξη του τουρισμού στα μέρη μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Ελλάδα αναπτύσσεται τουριστικά εδώ και μισό αιώνα, ωστόσο αυτό που διαφοροποιεί το τελευταίο κύμα τουριστικής ανάπτυξης από τα υπόλοιπα, είναι τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά.
Χρόνια τώρα ο διακαής πόθος των εμπλεκόμενων φορέων στον τουρισμό, ήταν η επέκταση της τουριστικής περιόδου σε όλη τη διάρκεια του έτους. Αναπόφευκτα, η επίτευξη αυτού του στόχου περνούσε μέσα από τη διεύρυνση της τουριστικής βιομηχανίας, στην ηπειρωτική Ελλάδα και δη τις μεγάλες πόλεις. Πέραν των νησιών, ως τουριστικών προϊόντων φυσικού κάλλους και αχαλίνωτης διασκέδασης, και οι υπόλοιπες ελλαδικές πόλεις έπρεπε να μετατραπούν σε πόλους έλξης στην τουριστική ανθρωπογεωγραφία. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, χαροποιώντας όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Βέβαια, αν και ο μετασχηματισμός του τουριστικού μοντέλου είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό και σύνθετο, η ανάπτυξη των υπηρεσιών βραχυχρόνιας μίσθωσης, με προεξέχουσα την περίπτωση της airbnb, κατέχουν κομβικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία.
Τον Αύγουστο του 2008 τρεις νέοι απ’ το Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, είχαν τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσουν μια διαδικτυακή πλατφόρμα, στην οποία κάποιος / α μπορεί να προσφέρει ένα δωμάτιο του σπιτιού του με ελάχιστα κομφόρ: ένα φουσκωτό στρώμα και πρωινό, σε ανθρώπους που ψάχνουν φτηνό κατάλυμα. Έτσι δημιουργήθηκε στην αρχή η airbednbreakfast, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε airbnb. Μια εταιρία που μέσα σε 10 χρόνια εξελίχθηκε σε κολοσσό, με πάνω από 5 εκατομμύρια σπίτια και διαμερίσματα καταχωρημένα στο site και σε πάνω από 191 χώρες. Μαζί με την Uber είναι πρωτοπόροι αυτής της νέας καπιταλιστικής συνθήκης, που γιγαντώθηκε με τη μαζική διείσδυση του ίντερνετ στους πληθυσμούς και ονομάστηκε «οικονομία του διαμοιρασμού», ένας οργουελικός όρος που δίνει θετικό κοινωνικό πρόσημο σε επιχειρήσεις παγκόσμιας μεσιτείας διάφορων υπηρεσιών (μετακινήσεις, καταλύματα).
Στο δικό μας εγχώριο παράδειγμα, η ραγδαία αύξηση της χρήσης υπηρεσιών βραχυχρόνιας μίσθωσης, θα εισάγει στο κάδρο των χαρούμενων εμπλεκόμενων φορέων, μια νέα κατηγορία ανθρώπων ιδιαίτερα γνωστής κι αγαπητής στα μέρη μας, ειδικά τα χρόνια της κρίσης, τους λεγόμενους ιδιοκτήτες (κατόχους ακίνητης περιουσίας μικρής ή μεγάλης). Είναι λογικό, το airbnb αποτελεί για την εν λόγω κοινωνική ομάδα το καταλληλότερο εργαλείο για να ρεφάρει με κάποιο τρόπο την υποτιμημένη, εξ’ αιτίας της κρίσης, περιουσία της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη, ότι οι μικρομεσαίοι ιδιοκτήτες ακινήτων προβαίνουν, κατά πλειοψηφία, σε μια εκτός ελέγχου και πέραν κάθε κοινωνικής λογικής κερδοθηρία. Μιλάμε άλλωστε για τους ανθρώπους που ενώ τους παρακαλούσες να σου αλλάξουν ένα θερμοσίφωνα, ξαφνικά βρίσκουν τα κεφάλαια να ανακαινίσουν τα χρέπια τους και να παριστάνουν τους ξενοδόχους. Είναι γνωστό εξάλλου ότι οι Έλληνες μικροαστοί τρέχουν στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους, με ταχύτητα αντιστρόφως ανάλογη του προσκυνήματός τους στις εκκλησίες της Τήνου. Φυσικά δεν είναι μόνο οι μικρομεσαίοι ιδιοκτήτες που επωφελούνται, ελληνικά και ξένα κτηματομεσιτικά κεφαλαία επενδύουν σε αυτή την αναδυόμενη τουριστική αγορά, η οποία φαίνεται να γίνεται το όχημα για την επίτευξη της πολυθρύλητης, οικονομικής ανάπτυξης. Ο τουρισμός, όπως ενθουσιασμένοι αναφωνούν οι φορείς, όντως μας «βγάζει» από την κρίση. Ωστόσο, παρατηρούμε, με μια κάποια αμηχανία, πως καθώς «βγαίνουμε» από την κρίση υπάρχει μια τάση να βγαίνουμε κι από τα σπίτια μας.
Τον τελευταίο καιρό εύκολα διαπιστώνει κανείς, εκτός κι αν είναι ήδη τουρίστας της πραγματικότητας, πως η εύρεση σπιτιού προς ενοικίαση, στο κέντρο της Αθήνας και τις πέριξ αυτού περιοχές, έχει καταστεί μία ιδιαίτερα γκροτέσκα εμπειρία. Η μαζική ένταξη των κατοικιών στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, αφαιρεί από την αγορά ακινήτων σπίτια που μέχρι πρότινος προορίζονταν για τους μόνιμους κατοίκους της πόλης. Οι υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης εκθέτουν τα διαθέσιμα προς ενοικίαση σπίτια σε μία διεθνή αγορά, της οποίας η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την εγχώρια προσφορά. Το προφανές αποτέλεσμα είναι η ραγδαία αύξηση των τιμών των ενοικίων, στα κέντρα των πόλεων. Ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο η ανατίμηση των ενοικίων φαίνεται να περιορίζεται, κατά κύριο λόγο σε περιοχές ειδικού τουριστικού ενδιαφέροντος, είναι επόμενο η έλλειψη σπιτιών στις περιοχές του κέντρου να συμπαρασύρει τις τιμές των ενοικίων ευρύτερα.
Ήδη, οι περισσότερες περιοχές του κέντρου τείνουν να γίνουν απλησίαστες για την πλειοψηφία του πληθυσμού, ενώ ακόμη και σε περιοχές όπως Πετράλωνα, Θησείο, Παγκράτι, Μετς, Αμπελόκηποι, Γκύζη, Κυψέλη οι τιμές των ενοικίων έχουν φτάσει πλέον σε τιμές προ κρίσεως. Επιπλέον, ακόμη κι αν κάποιος / α βρει ή ζει ήδη σε ένα σπίτι με μια λογική τιμή, δεν σταματά να βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης ανασφάλειας, καθώς οι εξώσεις ή οι παράλογες ανατιμήσεις με τη λήξη των συμβολαίων αποκτούν διαστάσεις επιδημίας. Αν αναλογιστούμε ότι οι υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης μετρούν ουσιαστικά μόλις δύο με τρία χρόνια ζωής, στην ελληνική τουριστική βιομηχανία, αντιλαμβανόμαστε ότι το μέλλον για όσους / ες μένουν σε ενοίκιο δεν προδιαγράφεται λαμπρό. Ωστόσο, η άνοδος στις τιμές των ενοικίων και η επακόλουθη εκτόξευση του συνολικού κόστους ζωής, κρίσιμο χαρακτηριστικό αυτής της τουριστικής υπερανάπτυξης, δεν είναι η μοναδική συνέπεια.
Συνοικίες της Αθήνας που κρατούν ακόμη ζωντανές κάποιες δομές γειτονικότητας, με όσα θετικά αλλά και αρνητικά εμπεριέχει αυτή η συνθήκη, χάνουν σταδιακά το χαρακτήρα τους. Οι όποιες γειτονικές σχέσεις, διαμορφωμένες ή διαμορφούμενες, χάνουν τη ζωτική τους λειτουργικότητα, και παραχωρούν τη θέση τους στις άνευρες και φευγαλέες σχέσεις μεταξύ των τουριστών. Αν οι κοινωνικές σχέσεις δομούνται μέσα από την αργόσυρτη διαδικασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και των εμπειριών μιας πολυεπίπεδης πραγματικότητας, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτές τις αναδυόμενες γειτονιές των τουριστών δομούνται ακριβώς στην αντίθετη συνθήκη· τη μονοδιάστατη εμπειρία της κατανάλωσης είτε αυτή αφορά τη διασκέδαση καθαυτή, είτε εκτείνεται ευρύτερα στην κατανάλωση εμπειριών.
Ένα από τα πιο φρικαλέα παραδείγματα «θεαματικοποίησης» της ιστορίας ενός τόπου και της συλλογικής μνήμης, το συναντάμε στις εκατοντάδες χαζοχαρούμενες selfie με φόντο τα κρεματόρια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Όταν η κυρίαρχη τουριστική τάση φτάνει στο σημείο να αντιμετωπίζει τον ίδιο το θάνατο ως ντεκόρ για μία selfie, δεν έχουμε καμία αμφιβολία για το πως αντιλαμβάνονται αυτοί οι άνθρωποι οποιαδήποτε άλλη ζωντανή συνθήκη. Και στα μέρη μας δεν είναι λίγα τα παραδείγματα. Είναι ακόμη νωπή η μνήμη της καμπάνιας, του κατά τα άλλα προοδευτικού και κοσμοπολίτικου Guardian, για ένα πακέτο διακοπών στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και του προσφυγικού. Επιπρόσθετα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε συναντήσει σε πορείες και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, τουρίστες να χάσκουν με ένα χαμόγελο συγκατάβασης ή ενθουσιασμού.
Και φυσικά αυτό συμβαίνει γιατί στα μάτια ενός τουρίστα, τα όσα διαδραματίζονται στους τουριστικούς προορισμούς αποτελούν συχνά μέρος μιας ξεχωριστής και εξωτικής εμπειρίας, αποκομμένης από τα κοινωνικά της συμφραζόμενα και αίτια. Γεγονότα που απορρέουν από μια πολυσύνθετη πραγματικότητα γίνονται αντιληπτά από τον τουρίστα ως τα «έξτρα» του εκάστοτε τουριστικού πακέτου που έχει προπληρώσει. Η κοινωνική εμπειρία ξεπέφτει στο επίπεδο μιας τουριστικής ατραξιόν, ένα γεγονός που για τις σταχτιές μάζες του τουριστών βιώνεται ως κάτι cool (!) και awesome (!). Το ίδιο φυσικά συμβαίνει σε οτιδήποτε ζωντανό αντιστέκεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, στην επέλαση της καπιταλιστικής ομοιογένειας της κατανάλωσης. Πράγματα, κοινωνικές σχέσεις και χώρος αλέθονται στο μύλο του τουριστικού lifestyle (και όχι μόνο), για να παραδοθούν απονευρωμένα και διπλά ψεύτικα ως καταναλωτικά προϊόντα. Έτσι λοιπόν, το ελληνικό τουριστικό μοντέλο με τη συμβολή του airbnb, δεν πουλάει πλέον τους ελληνικούς προορισμός ως κάτι μυθικό, όπως προέτρεπε η αξέχαστη καμπάνια του ΕΟΤ προς τους τουρίστες, αλλά την ίδια την εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας.
Απ’ την άλλη μεριά, εμείς είμαστε οι βασικοί αποδέκτες όλων των παραπάνω βλαβερών συνεπειών της τουριστικοποίησης και του airbnb. Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που βρεθήκαμε μέσα από οριζόντιες διαδικασίες, διεκδικούμε τη ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στις γειτονιές μας και νιώθουμε τις σχέσεις αυτές να συμπιέζονται ασφυχτικά κάτω απ’ τα ροδάκια των βαλιτσών που σέρνουν χαρούμενα μέρα-νύχτα οι τουρίστες.
Είμαστε οι ενοικιαστές / τριες που τα ενοίκια που πληρώνουμε καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του έτσι κι αλλιώς ισχνού μισθού μας. Είμαστε μικροϊδιοκτήτες που αντιστεκόμαστε και δεν επιθυμούμε συνειδητά, να βάλουμε τα σπίτια μας στο airbnb.
Είμαστε εργαζόμενες / οι που βιώνουμε ακόμα μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εργασίας μας, κι έναν βίαιο μετασχηματισμό των οικονομικών σχέσεων της γειτονιάς, με μοναδικό προσανατολισμό την άμεση εξυπηρέτηση των τουριστών.
Κι επειδή δεν είμαστε μόνο εμείς που μας ενοχλεί αυτό το φαινόμενο αλλά αφορά ευρύτερα την κοινωνία, η οποία εδώ και πολύ καιρό ασφυκτιά απ’ την καπιταλιστική κιμαδομηχανή, στρεφόμαστε προς όλα αυτά τα σώματα προσπαθώντας να συλλογικοποιήσουμε την αντιμετώπιση του προβλήματος, να διερευνήσουμε τρόπους αντίστασης και να βρούμε εργαλεία για την προστασία της αξιοπρέπειας και της ζωής μας.