για την υπόθεση του “Βοτανοπωλείου”

Την άνοιξη του 2014 πολλοί/ες από εμάς συμμετείχαμε στον αγώνα που διεξήγαγε η Δ. ενάντια στο αφεντικό του cafe – bar Βοτανοπωλείο στην πλατεία Μερκούρη στα Άνω Πετράλωνα. Η ιστορία της Δ. αποτελούσε μία από τις χιλιάδες περιπτώσεις μιας αυθαίρετης απόλυσης και της προσπάθειας, στη συνέχεια, της εργαζόμενης να λάβει από την επιχείρηση τις οφειλές της δεδουλευμένης εργασίας. Αυτό ωστόσο που ξεχώρισε αυτή την, κατά τα άλλα συνήθη, περίπτωση εργατικής διαφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε η Δ. να δώσει αυτό τον αγώνα. Η Δ. θα επιλέξει τον δρόμο του συλλογικού αγώνα και για αυτό τον λόγο θα απευθυνθεί στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο Σωματείο Σερβιτόρων – Μαγείρων. Έπειτα από το κάλεσμα του σωματείου για διαμαρτυρία έξω από το συγκεκριμένο μαγαζί, αλληλέγγυοι/ες, συλλογικότητες και κόσμος της γειτονιάς, θα ανταποκριθούν. Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου, παρουσιάζοντας, η αλήθεια είναι, μία σειρά παραλλαγών στη συμπεριφορά του, μετά την έμπρακτη αλληλεγγύη του σωματείου και την καταγγελία της Δ. στο ΙΚΑ, θα δώσει τις δεδουλευμένες οφειλές – μία ημέρα πριν το προκαθορισμένου ραντεβού με την επιθεώρηση εργασίας. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει λήξει στο σημείο αυτό – στην ικανοποίηση των νόμιμων απαιτήσεων της Δ. και μίας ηθικής δικαίωσής της μέσα από έναν πετυχημένο και δίκαιο συλλογικό αγώνα. Φαίνεται ωστόσο ότι αυτό που φαντάζει εκ πρώτης όψεως αυτονόητο και δίκαιο έχει αρχίσει για το κράτος και τα αφεντικά να αποτελεί ένα συστημικό λάθος που χρήζει επιδιόρθωσης.

Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου κατά την διάρκεια των αγώνων της Δ. και του σωματείου, βρισκόμενο σε μία μάλλον δυσχερή θέση, θα κρίνει σκόπιμο να απευθυνθεί για την επίλυση των προβλημάτων του στην Κρατική Ασφάλεια. Εκεί θα τον υποδεχτούν αξιωματικοί του τμήματος Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος οι οποίοι, υποθέτουμε, θα τον ακούσουν με προσοχή να δηλώνει ότι απειλείται και εκβιάζεται. Είναι γνωστό ότι τα αφεντικά συχνά πυκνά ζουν στον κόσμο τους, στον οποίο έχουν συνηθίσει να φαντάζονται ότι πάντοτε η θέση τους και η ηρεμία τους θα είναι εξασφαλισμένη. Όπως έχουν συνηθίσει, βέβαια, να παραβιάζουν παράφορα κάθε εργατική νομοθεσία χωρίς να ενοχλούνται από αυτούς που έχουν την θεσμική υποχρέωση να το κάνουν. Έτσι, λοιπόν, είναι κάπως κατανοητό το ξάφνιασμά τους όταν βρεθούν αντιμέτωποι με εργαζόμενους/ες και σωματεία που δεν έχουν σκοπό να υποχωρήσουν στις συνήθεις παρελκυστικές τακτικές τους. Σε αυτό το ξάφνιασμα υποθέτουμε εξηγείται ο παροξυσμός των φαντασιώσεων του συγκεκριμένου αφεντικού. Αντί να συνειδητοποιήσει το ελαφρύ ράπισμα της πραγματικότητας που τον βρήκε, ότι δηλαδή, απλά χρωστάει στην εργαζόμενή του χρήματα και αυτή αγωνίζεται για την καταβολή τους, προτίμησε να φανταστεί ότι αυτός ο αγώνας αποτελεί απειλή και εκβιασμό.

Η Ασφάλεια, μην έχοντας προφανώς σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί, την άνοιξη του 2014 αποφασίζει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα του Βοτανοπωλείου. Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου άλλωστε θα δεσμευτεί να βρει και άλλα αφεντικά του κλάδου που έτυχε να χρωστάνε στους εργαζόμενούς τους και αναγκάστηκαν να πληρώσουν. Το τμήμα Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος -δε θα κουραστούμε ποτέ να το γράφουμε- αφού θα πραγματοποιήσει μία δίμηνη έρευνα για το Σωματείο Σερβιτόρων-Μαγείρων και τους αγώνες του, θα δέσει την υπόθεση του Βοτανοπωλείου με την υπόθεση του Σαλαντίν – μία αντίστοιχη, δηλαδή, περίπτωση αφεντικού που ενώ χρωστούσε στους εργαζόμενους, αναγκάστηκε, παραδόξως, να πληρώσει – και θα κατηγορήσει εφτά μέλη του Σωματείου Σερβιτόρων-Μαγείρων για εκβιασμό. Γίνεται σαφές, πιστεύουμε από τις παραπάνω μεθοδεύσεις ποια είναι η κρατική οπτική σε αυτά τα γεγονότα. Για τους προστάτες του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος οι αυτοοργανωμένοι και αδιαμεσολάβητοι εργατικοί αγώνες συνιστούν απειλή και εκβιασμό. Το να πληρώνει ένα αφεντικό τις υποχρεώσεις του συνιστά απειλή και εκβιασμό. Καλό είναι για το κράτος να υπάρχει η όποια – μειούμενη εξάλλου – εργατική νομοθεσία, για να τηρούνται τα προσχήματα, αρκεί όμως να μην ενεργοποιείται όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι ταξικοί συσχετισμοί.

Αυτή λοιπόν φαίνεται να είναι η άποψη των αφεντικών και του κράτους για το τι συνιστά ένας εκβιασμός. Εμείς όμως για τη βία του συστήματος και τους εκβιασμούς των αφεντικών γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Γιατί κάθε φορά που εξαναγκαζόμαστε να δουλέψουμε για αυτούς, με τους δικούς τους όρους και τους δικούς τους θλιβερούς μισθούς, δεν το κάνουμε για να τους βλέπουμε χαρούμενους καθώς αυξάνουν την προσωπική τους περιουσία – ή περίλυπους όταν αποτυγχάνουν οικτρά. Η εργασία δεν είναι το χόμπι μας. Αποτελεί για εμάς τον μοναδικό δρόμο για να επιβιώσουμε στον κόσμο του καπιταλισμού. Και ως μονόδρομος, αυτός ο τρόπος επιβίωσης είναι το αποτέλεσμα μίας δομικής και παρατεταμένης συνθήκης εκβιασμού που ασκείται επάνω μας. Και αν αυτό αποτελεί μία γενική έκφραση της βίας του συστήματος που δεχόμαστε, στα πρόσωπα των αφεντικών που την ενσωματώνουν την αναγνωρίζουμε με χίλιους ποικίλους τρόπους.

Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που προσερχόμαστε στις συνεντεύξεις και μας μιλάνε με ύφος. Ύφος κάποιες φορές περισπούδαστο και σοβαρό και άλλες προσποιητά φιλικό. Ύφος αυτάρεσκο, και βέβαια, τις περισσότερες φορές, ύφος εντελώς γελοίο. Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που μας ανακοινώνουν εμπνευσμένοι, εξοπλισμένοι και πάλι με ύφος – μα που βρίσκουν τόσες όψεις ύφους τα αφεντικά ; – κάποια καινούργια ιδέα για την οργάνωση της επιχείρησης, και που σχεδόν πάντα αφορά την εντατικοποίηση της εργασίας μας, αν και , κάποιες φορές, όχι σπάνια, αποτελεί απλά μία ηλίθια ιδέα. Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που μας ανακοινώνουν κάποια περικοπή του μισθού μας επειδή έχουμε κρίση, επειδή δεν βγαίνει το πράγμα, επειδή η αγορά, επειδή οι ανταγωνιστές, επειδή κατά βάθος απλά μπορούν και το κάνουν. Είναι πολλά τα λόγια των αφεντικών όταν μιλάνε για αυτά τα πράγματα αλλά πάντα είναι λακωνικοί στον αντίλογο, γιατί τότε, μέσα στην ακατάσχετη ψυχαναγκαστική φλυαρία τους, τα πράγματα φανερώνονται ως έχουν : έτσι είναι κι αν μας αρέσει. Ως εάν η εργασία μας για αυτούς να αποτελεί μία από τις πολλές επιλογές που έχουμε.

Αυτό το ταπεραμέντο και αυτά τα φερσίματα από τα αφεντικά τα έχουμε συνηθίσει. Σε γενικές γραμμές, δεν περιμέναμε κάτι καλύτερο από αυτούς. Ούτε μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το αφεντικό ενός cafe bar περνώντας την πόρτα της Κρατικής Ασφάλειας θα καταγγείλει μία συνδικαλιστική δράση και όχι κυκλώματα προστασίας και μαφίες της νύχτας, από αυτά που κατά καιρούς έχουν κάνει την εμφάνιση τους και στα Πετράλωνα. Μεγάλη επιτυχία εκ μέρους τους. Καμία εντύπωση δεν μας προκαλεί, φυσικά, και η αντίδραση του κράτους. Οι θερμές σχέσεις κράτους και αφεντικών είναι παλιές όσο και ο καπιταλισμός. Ενώ είναι γνωστό ότι σε περιόδους κρίσεων έρχονται ακόμη πιο κοντά. Είτε απομειώνοντας ακόμη περισσότερο την εργατική νομοθεσία, είτε, όπως στην περίπτωση του βοτανοπωλείου, προσπαθώντας να ποινικοποιήσουν τους εργατικούς αγώνες.

Εμείς από την άλλη όπως σταθήκαμε και τότε δίπλα σε αυτές και αυτούς που αγωνίζονται για την αξιοπρέπεια τους στους χώρους της δουλειάς, και στο σωματείου που τους στήριξε, στεκόμαστε και σήμερα απέναντι στο θράσος του μετώπου κράτους και αφεντικών.